-
1 круг
круг м 1) в рази. знач. о κύκλος, ο γύρος 2) (среда) о κύκλος, το περιβάλλον правящие \кругй οι ιθύνοντες κύκλοι· в \кругу друзей μεταξύ φίλων ◇ заколдованный \круг о φαύλος κύκλος* * *м1) в разн. знач. ο κύκλος, ο γύρος2) ( среда) ο κύκλος, το περιβάλλονпра́вящие круги́ — οι ιθύνοντες κύκλοι
в кругу́ друзе́й — μεταξύ φίλων
••заколдо́ванный круг — ο φαύλος κύκλος
-
2 порочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. κακοήθης, διεφθαρμέμος, ακόλαστος, ανήθικος, φαύλος.2. λαθεμένος ελαττωματικός πλημμελής.εκφρ.порочный круг – φαύλος κύκλος. -
3 круг
1. (часть плоскости, ограниченная окружностью) о κύκλος, ο γύρος* азимутальный - αζιμούθιος -паргелический - (метео) το παρήλιο, παρήλιος -2. тех. о τροχόςзаточный - ακονισμού των εργαλείων/αιχμηρών αντικειμένων3. (замкнутый) филос. о φαύλος κύκλος 4. (спасательный) το κυκλικό σωσίβιο, η σωσίβια κουλούρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круг
-
4 заколдованный
επ. από μτχ.μαγεμένος•клад μαγεμένος θησαυρός•
заколдованный место μαγεμένο μέρος.
εκφρ.заколдованный круг – α) μαγεμένος κύκλος (απόρθητο σημείο για τους εχθρούς), β) φαύλος κύκλος, γ) επεξηγήσεις για κάτι αυταπόδεικτο. -
5 заколдованный
заколдованныйприч. и прил γοητευμένος, μαγεμένος· ◊ \заколдованный круг ὁ φαῦλος κύκλος. -
6 порочный
пороч||ныйприл1. διεφθαρμένος, ἀκόλαστος, φαῦ-λος·2. черен. λανθασμένος, ἐσφαλμένος:\порочныйный метод ἡ ἐλαττωματική μέθοδος· ◊ \порочныйный круг ὁ φαῦλος κύκλος. -
7 бессмыслица
-ы θ.ανοησία, φαύλος κύκλος.
См. также в других словарях:
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek
Αγρίππας — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. Η λατινική λέξη agrippa σημαίνει το βρέφος που βγαίνει με τα πόδια και όχι με το κεφάλι. 1. Μυθικός βασιλιάς της ιταλικής πόλης Άλβα. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την περίοδο της βασιλείας του. 2 … Dictionary of Greek
Αρκεσίλαος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λύκου και της Θεοβούλης, ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, που γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του από την… … Dictionary of Greek
Γιαλαμάς, Ασημάκης — (Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας 1913 –). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Εσπερινή, Ελληνική, Ημερήσιος Κήρυξ, Βραδυνή, Ελεύθερη Ελλάδα, Δημοκρατική, Δημοκρατικός, Αλλαγή,… … Dictionary of Greek